- σφαγίᾳ
- σφαγίᾱͅ , σφάγιοςslayingfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφαγία — σφαγίᾱ , σφάγιος slaying fem nom/voc/acc dual σφαγίᾱ , σφάγιος slaying fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφάγια — σφάγιον victim neut nom/voc/acc pl σφάγιος slaying neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγιάσας — σφαγιά̱σᾱς , σφαγιάζομαι slay a victim fut part act fem acc pl (doric) σφαγιά̱σᾱς , σφαγιάζομαι slay a victim fut part act fem gen sg (doric) σφαγιάσᾱς , σφαγιάζομαι slay a victim aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) σφαγιά̱σᾱς ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγιάσαι — σφαγιά̱σᾱͅ , σφαγιάζομαι slay a victim fut part act fem dat sg (doric) σφαγιάζομαι slay a victim aor inf act σφαγιάσαῑ , σφαγιάζομαι slay a victim aor opt act 3rd sg σφαγιά̱σᾱͅ , σφαγιάζω slay a victim fut part act fem dat sg (doric) σφαγιάζω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγίας — σφαγίᾱς , σφάγιος slaying fem acc pl σφαγίᾱς , σφάγιος slaying fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφάγι' — σφάγια , σφάγιον victim neut nom/voc/acc pl σφάγια , σφάγιος slaying neut nom/voc/acc pl σφάγιε , σφάγιος slaying masc voc sg σφάγιαι , σφάγιος slaying fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγίαν — σφαγίᾱν , σφάγιος slaying fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτηνοσφαγία — κτηνοσφαγία, ἡ (Α) σφαγή κτηνών, ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + σφαγία (< σφάγος < σφάζω), πρβλ. τεχνο σφαγία, χοιρο σφαγία] … Dictionary of Greek
λαγωσφαγία — λαγωσφαγία, ποιητ. τ. λαγωσφαγίη, ἡ (Α) σφαγή λαγών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + σφαγία (< σφάγος < σφάζω), πρβλ. τεκνο σφαγία, χοιρο σφαγία) … Dictionary of Greek
σπερμοσφαγία — ἡ Α η σφαγή των συγγενών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα + σφαγία (< σφάγος < σφάζω), πρβλ. ονο σφαγία, τεκνο σφαγία] … Dictionary of Greek